- ἀνωδύνου
- ἀνώδυνοςfree from painmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με … Dictionary of Greek
εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… … Dictionary of Greek
Ντονέ, Μορίς — (Maurice Donnay, Παρίσι 1859 – 1945). Γάλλος κωμωδιογράφος. Τυπικός εκπρόσωπος της γαλλικής κοινωνίας του «τέλους του αιώνα», βρήκε στη θεατρική παραγωγή την πηγή της επιτυχίας, που το γαλλικό κοινό του πρόσφερε έως το τέλος της ζωής του. Η λεπτή … Dictionary of Greek